Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Πρωινοί Καθρεφτισμοί



Το ξυπνητήρι του δεν θα μπορούσε να φανταστεί σε ποια μέρα τον παρέδιδε. Εκπλήρωσε μ' όλο το θορυβώδες εθιμοτυπικό την ευθύνη του κι εκείνος, ανοίγοντας τα μάτια του, βρήκε έναν ξένο άνθρωπο να γουργουρίζει πλάι του στο κρεβάτι. Δεν πανικοβλήθηκε! Μονάχα προσπάθησε να θυμηθεί που ήταν και τι έκανε την προηγούμενη βραδιά...Αλλά όχι, δεν ήταν απ' αυτούς που θα περνούσαν μια τέτοια νύχτα, ώστε να μη θυμούνται το επόμενο πρωί τι έκαναν ή τι τους συνέβη.

Σκούντηξε για να μάθει.

"Ασε με λίγο να χουζουρέψω", μουρμούρισε με ικετευτική φωνή ο ξένος.

"Ας είναι", σκέφτηκε ξαφνιάζοντας και τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ καθώς ντυνόταν για να φύγει στη δουλειά διαπίστωσε, για πρώτη του φορά τότε, είναι αλήθεια, και με ανάμικτα συναισθήματα, ότι δεν υπήρχε τίποτα μέσα στο σπίτι του για να κλέψει ο ξένος όσο θα έμενε μόνος. Μεταξύ ανώδυνης, λοιπόν, τσίμπλας και καλά καμουφλαρισμένης ανησυχίας ξεκίνησε για το γραφείο μας.

Επιστρέφοντας το απόγευμα βρήκε το σπίτι του άδειο, όπως δηλαδή το είχε αφήσει, πλην έναν ξένο. Μαγείρεψε, έφαγε μπροστά στη τηλεόραση, νύσταξε, ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Είχε ολότελα ξεχάσει τον πρωινό άγνωστο επισκέπτη.

Το επόμενο πρωί ξημέρωσε και πάλι τα ίδια. Τώρα, όμως, ένας άλλος ξένος είχε ξεφυτρώσει στο πλευρό του. Σκούντηξε κι αυτόν για να μάθει.

"Ασε με λίγο να χουζουρέψω", μουρμούρισε με ικετευτική φωνή ο άλλος ξένος.

"Συγνώμη, τι γίνεται εδώ, θα συνεχιστεί για πολύ αυτό?" σκέφτηκε, αλλά και πάλι δεν αισθάνθηκε ότι απειλείται από τον νέο άγνωστο επισκέπτη. Σηκώθηκε, λοιπόν, ντύθηκε κι έφυγε πάλι για τη δουλειά.

Αυτό συνεχίστηκε για χρόνια.

Ένας άλλος ξένος πλάι του στο κρεβάτι, κάθε πρωί. Μόνο το πρωί. Τα απογεύματα άδειο το σπίτι. Ώσπου από το απόγευμα μιας Κυριακής, εφτά περίπου χρόνια μετά την εμφάνιση του πρώτου ξένου, το σπίτι άρχισε να γεμίζει μ' αντικείμενα τα οποία εκείνος ποτέ δεν είχε αγοράσει: αυτόματα όπλα, κίτρινα αδιάβροχα, κομμάτια αφρολέξ, άδεια μπουκάλια κόκκινου κρασιού, αλλοδαπά χαρτονομίσματα, μπουκέτα αζαλέες, κλπ., ενώ μια ξύλινη σκάλα είχε φυτρώσει απ' το πάτωμα της κουζίνας και μεγάλωνε, μέχρι που σφηνώθηκε κατακόρυφα στο ταβάνι.

Εντωμεταξύ, εκείνος είχε από καιρό ενθουσιαστεί με το παιχνίδι των ξένων, οι οποίοι σιγά- σιγά έπαψαν να φεύγουν. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν και τα αντικείμενα εκστασιάστηκε. Αλλά ποτέ δεν έκατσε να κάνει ερωτήσεις, "τι", "γιατί" ή "πως". Έτσι, τα μπαούλα φισκάρανε στις αναπάντητες κλήσεις τόσο, που το απόγευμα μιας άλλης Κυριακής αφέθηκε ν' απορήσει... φωναχτά.

Τον κλείσανε σ' ένα απ' αυτά τα λευκά ιδρύματα. Μόνο με αγάπη πια θυμάμαι τον φιλήσυχο αυτό συμμαθητή μου. Και με κρυφή ζήλια, που γνώρισε τόσους απ' τους εαυτούς του.







Δεν υπάρχουν σχόλια: